- βαφέα
- βαφέᾱ , βαφεύςa dyermasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαφέας — βαφέᾱς , βαφεύς a dyer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφική — η η τέχνη, το επάγγελμα του βαφέα: Εξασκεί τη βαφική από τότε που τον έδιωξαν από τη δουλειά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)